- φιδοζώνουμαι
- φιδοζώστηκα, φιδοζωσμένος, υποψιάζομαι κάτι και ανησυχώ (πρβλ. «με ζώσανε τα φίδια»).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιδοζώνω — μέσ. και φιδοζώνουμαι, Ν μτφ. 1. περιβάλλω κάποιον σαν φίδι 2. μέσ. φιδοζώνομαι και φιδοζώνουμαι αρχίζω να ανησυχώ υποψιαζόμενος κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι + ζώνω (πρβλ. μέ ζώσανε τα φίδια)] … Dictionary of Greek